- συνθέλω
- συνεθέλωhave the same wishpres subj act 1st sgσυνεθέλωhave the same wishpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνθέλω — Α (ποιητ. τ.) βλ. συνεθέλω … Dictionary of Greek
συνεθέλω — και ποιητ. τ. συνθέλω Α [ἐθέλω / θέλω] έχω την ίδια θέληση με κάποιον άλλον … Dictionary of Greek
ՀԱՒԱՆԻՄ — (եցայ, նել.) NBH 2 0073 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 10c, 11c ձ. πείθομαι, πείσομαι persuadeor, confido συνθέλω consentio եւն. (Արմատն է Այո՛. հա՛. թ. էվվէթ. լծ. ընդ Հաւատ. եւ Դաւան. եւ այլն.) Հաւան լինել. ʼի հաւան գալ. անսալ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)